- λανσκενές
- οείδος χαρτοπαιγνίου με έξι τράπουλες και πολλούς παίκτες.[ΕΤΥΜΟΛ. < λανσκενέδες, Γερμανούς μισθοφόρους που εισήγαγαν στη Γαλλία το παιχνίδι αυτό κατά την εποχή τών θρησκευτικών πολέμων, < γαλλ. lansquenet < γερμ. Land + Knecht «δούλος»].
Dictionary of Greek. 2013.